-
1 μέγεθος
μέγεθος, [dialect] Ion. (not Hp.) [full] μέγᾰθος Hdt. (v. infr.), also Philox.2.19, εος, τό: ([etym.] μέγας):—A greatness, magnitude, opp. πλῆθος, Anaxag.1, etc.;πλῆθος μὲν.. ἐὰν ἀριθμητὸν ᾖ, μ. δὲ ἐὰν μετρητὸν ᾖ Arist.Metaph. 1020a9
.I in Hom. always stature, of men and women, , cf. 6.152;ἐς μ. καὶ κάλλος ὁρώμενος 18.219
, cf. Pl.Chrm. 154c;θηλειῶν ἀρετὴ σώματος κάλλος καὶ μ. Arist.Rh. 1361a7
: then, generally, size,μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα Hdt.3.102
;μ. λαβεῖν X.Cyr.1.4.3
;ἡ ἐπίδοσις εἰς τὸ μ. Arist.HA 560a20
; of sound, loudness,βοῆς μ. Th.4.126
: acc. as Adv., λίθου λάμποντος μέγαθος, = μεγάλως, Hdt.2.44; but usu., in size,τεῖχος κατὰ τὸν Ἀθηνέων κύκλον.. τὸ μ. Id.1.98
; [δένδρεον] μέγαθος κατὰ συκέην μάλιστά κῃ Id.4.23
;ὅσην δεῖ τὸ μ. τὴν πόλιν ποιεῖσθαι Pl.R. 423b
: also in pl., , cf. 1.202;σμικροὶ τὰ μεγάθεα Id.3.107
;κυαμιαῖοι τὰ μ. Luc.Herm.40
;μεγέθη ἔργων καὶ διαθέσεων Epicur.Nat.43
G.2 freq. in dat., μεγέθει.. ἐκπρεπεστάτη in stature, A.Pers. 184;ἀνθρώπους μεγέθει μεγίστους καὶ ἥκιστα διαφόρους ἐς.. τὰ μεγέθεα Hp.
Aër. 12; πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον, of a mountain, Hdt.1.203; κρητῆρες μεγάθεϊ μεγάλοι ib.51;μεγάθεϊ μέγιστος Id.7.117
;μ. περιμήκεας Id.2.108
; σμικρός ib.74;ἐλάττω τῷ μ. Arist.HA 560b5
.II of quality and degree, greatness, magnitude, ;τῆς παρανομίας Th.6.15
;τῆς ζημίας Lys.1.3
;τῆς κολάσεως Pl. Lg. 934b
; importance,μ. ἐχούσας πράξεις D.H.Isoc.6
.4 Rhet., loftiness, sublimity,μ. περιτιθέναι τοῖς πράγμασιν D.H.Comp. 17
, cf. Demetr.Eloc.5, Hermog.Id.1.5, etc.;λόγων μ. Longin.4.1
, al.: in pl., sublime objects, Id.9.1, al.III Math., magnitude, Gorg.3;μ. ἔχειν Pl.Ti. 57d
, cf. Iamb.Comm.Math.3, etc.; extension, Plot.2.4.11: in pl., magnitudes, Pl.Prt. 356c;τὰ μ. τὰ γεγραμμένα IG7.3073.102
(Lebad.).2 Astron., magnitude, of stars, Cleom. 1.11, Ptol.Alm.7 passim.IV Gramm., metrical length,τὸ μέγιστον μ. τρίχρονον A.D.Synt.133.26
, cf. EM419.50.2 τὰ ἐν τῷ μέτρῳ μ. the recognized lengths of lines in a metre, Heph.12.3.V τὸ μ. τινός, as title, his Highness, POxy.2107.8 (iii A. D.);τὸ σὸν μ. Cod.Just.8.10.12.1a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέγεθος
См. также в других словарях:
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek